ρανιδιτίνη

ρανιδιτίνη
η, Ν
(φαρμ.) φάρμακο με ισχυρή ανασταλτική δράση στην έκκριση τού γαστρικού υγρού, χρησιμοποιούμενο σε περιπτώσεις γαστροδωδεκαδακτυλικού έλκους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”